ναρθηκώδης

ναρθηκώδης
ναρθηκώδης
like a
masc/fem acc pl (attic epic doric)
ναρθηκώδης
like a
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
ναρθηκώδης
like a
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ναρθηκώδης — ναρθηκώδης, ῶδες (ΑΜ) [νάρθηξ] όμοιος με νάρθηκα, ναρθηκοειδής* …   Dictionary of Greek

  • ναρθηκώδη — ναρθηκώδης like a neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ναρθηκώδης like a masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ναρθηκώδης like a masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναρθηκῶδες — ναρθηκώδης like a masc/fem voc sg ναρθηκώδης like a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναρθηκωδῶν — ναρθηκώδης like a masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναρθηκώδους — ναρθηκώδης like a masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”